ἀμφέρω
Look at other dictionaries:
αμφέρω — ἀμφέρω (Α) ποιητικός τύπος αντί αναφέρω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναφέρω, με αποκοπή και αφομοίωση] … Dictionary of Greek
αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… … Dictionary of Greek